„Φοντάνε“: αρσενικό Φοντάνε [fonˈtane]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Fontane Fontaneαρσενικό | Maskulinum, männlich m Φοντάνε Φοντάνε
„σκασμός“: αρσενικό σκασμός [skazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) halt’s Maul! sich vollstopfen wir haben uns den Bauch vollgeschlagen Beispiele σκασμός! χυδαία | vulgärχυδ halt’s Maul! σκασμός! χυδαία | vulgärχυδ τρώω του σκασμού sich vollstopfen τρώω του σκασμού φάγαμε μέχρι σκασμού οικείο | umgangssprachlichοικ wir haben uns den Bauch vollgeschlagen φάγαμε μέχρι σκασμού οικείο | umgangssprachlichοικ
„αλάτι“: ουδέτερο αλάτι [aˈlati]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Salz Salzουδέτερο | Neutrum, sächlich n αλάτι αλάτι Beispiele έχουν φάει μαζί ψωμί κι αλάτι die beiden gehen zusammen durch dick und dünn έχουν φάει μαζί ψωμί κι αλάτι
„άντε“: επιφώνημα άντε [ˈade]επιφώνημα | Interjektion, Ausruf int Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) los! im Ernst? lass uns essen! leck mich doch am Arsch! scher dich weg! Beispiele άντε! los! άντε! άντε! im Ernst? άντε! άντε να φάμε! lass uns essen! άντε να φάμε! άντε γαμήσου! χυδαία | vulgärχυδ leck mich doch am Arsch! άντε γαμήσου! χυδαία | vulgärχυδ άντε χάσου! οικείο | umgangssprachlichοικ scher dich weg! άντε χάσου! οικείο | umgangssprachlichοικ Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen
„παρέα“: θηλυκό παρέα [paˈrea]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Freundeskreis, Clique, Gesellschaft, Umgang Freundeskreisαρσενικό | Maskulinum, männlich m παρέα φιλικός κύκλος παρέα φιλικός κύκλος Cliqueθηλυκό | Femininum, weiblich f παρέα ομάδα φίλων παρέα ομάδα φίλων Gesellschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f παρέα συντροφιά παρέα συντροφιά Umgangαρσενικό | Maskulinum, männlich m παρέα συναναστροφή παρέα συναναστροφή Beispiele κάνω παρέα Gesellschaft leisten (σε κάποιον jemandem) κάνω παρέα κάνουμε παρέα wir sind befreundet κάνουμε παρέα θα φάμε όλοι παρέα την Κυριακή wir essen alle zusammen am Sonntag θα φάμε όλοι παρέα την Κυριακή
„τρώω“ τρώω [ˈtroo], τρώγω [ˈtroɣo] <τρως; έφαγα; φαγώθηκα; φαγωμένος>μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) essen, fressen, abtragen, verbrauchen, abnutzen, zernagen verbraten, quälen, verzehren, beißen essen τρώω τρώω fressen τρώω ζώο τρώω ζώο abtragen, abnutzen τρώω ρούχα τρώω ρούχα verbrauchen, verbraten τρώω χαραμίζω τρώω χαραμίζω zernagen, verzehren τρώω βάσανα τρώω βάσανα quälen τρώω τυραννώ τρώω τυραννώ beißen τρώω δαγκώνω τρώω δαγκώνω Beispiele με τρώει es juckt mich με τρώει τις τρώω Prügel bekommen τις τρώω τρώω κάποιον με τα μάτια μου jemanden mit den Augen verschlingen τρώω κάποιον με τα μάτια μου τρώω μια κλοτσιά einen Fußtritt bekommen τρώω μια κλοτσιά φάγαμε τον τόπο αλλά δεν βρήκαμε το κλειδί οικείο | umgangssprachlichοικ wir haben uns dumm und dämlich gesucht, den Schlüssel aber nicht gefunden φάγαμε τον τόπο αλλά δεν βρήκαμε το κλειδί οικείο | umgangssprachlichοικ στα εβδομήντα του έχει φάει κάποιος τα ψωμιά του οικείο | umgangssprachlichοικ mit 70 gehört man zum alten Eisen στα εβδομήντα του έχει φάει κάποιος τα ψωμιά του οικείο | umgangssprachlichοικ Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen
„βάφω“: μεταβατικό ρήμα βάφω [ˈvafo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -φ(τ)ηκα; -μμένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) färben, anmalen, bemalen, färben, tönen, schminken lackieren, streichen färben, anmalen, bemalen βάφω χρωματίζω βάφω χρωματίζω (an)streichen βάφω τοίχο βάφω τοίχο färben, tönen βάφω μαλλιά βάφω μαλλιά schminken βάφω μάτια, χείλη βάφω μάτια, χείλη lackieren βάφω νύχια, αυτοκίνητο βάφω νύχια, αυτοκίνητο Beispiele βάφω τα μαλλιά μου sich die Haare färben βάφω τα μαλλιά μου βάφω τα νύχια μου sich die Fingernägel lackieren βάφω τα νύχια μου
„γράφω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα γράφω [ˈɣrafo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ψα; -φ(τ)ηκα; -μμένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) schreiben, aufschreiben, anschreiben, verfassen, aufnehmen einschreiben, verschreiben schreiben (κάτι σε κάποιον jemandem etwas) γράφω γράφω aufschreiben γράφω σημειώνω γράφω σημειώνω anschreiben (σε κάποιον jemanden) γράφω στέλνω γράμμα γράφω στέλνω γράμμα verfassen γράφω συγγράφω γράφω συγγράφω einschreiben γράφω εγγράφω γράφω εγγράφω aufnehmen γράφω μουσ βίντεο γράφω μουσ βίντεο verschreiben γράφω φάρμακο γράφω φάρμακο Beispiele τι γράφει; was steht geschrieben? τι γράφει; το γράφει η εφημερίδα es steht in der Zeitung το γράφει η εφημερίδα γράφω διαγώνισμα eine Arbeit schreiben γράφω διαγώνισμα γράφω εν συντομία abkürzen γράφω εν συντομία γράφω σε ιστολόγιο ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ bloggen γράφω σε ιστολόγιο ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ γράφω σπάνια schreibfaul sein γράφω σπάνια Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen
„υπογράφω“: μεταβατικό ρήμα υπογράφω [ipoˈɣrafo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -φ(τ)ηκα; -μμένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) unterschreiben unterschreiben υπογράφω υπογράφω