κάνω
[ˈkano]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- κάνω γεν
- herstellenκάνω κατασκευάζωκάνω κατασκευάζω
- hervorbringen, leistenκάνω δημιουργώκάνω δημιουργώ
- zubereitenκάνω παρασκευάζωκάνω παρασκευάζω
- κάνω προκαλώ, αναγκάζω
- κάνω βλάπτω
- taugen (για für)κάνω είμαι κατάλληλοςκάνω είμαι κατάλληλος
- kostenκάνω κοστίζωκάνω κοστίζω
- verursachen, anrichtenκάνω είμαι υπαίτιοςκάνω είμαι υπαίτιος
- tunκάνω καθήκονκάνω καθήκον
- führenκάνω πόλεμο, ζωήκάνω πόλεμο, ζωή
- gebenκάνω γιορτήκάνω γιορτή
- schmiedenκάνω σχέδιακάνω σχέδια
- stellenκάνω ερώτησηκάνω ερώτηση
- treffenκάνω προετοιμασίες, συμφωνίακάνω προετοιμασίες, συμφωνία
- begehenκάνω λάθοςκάνω λάθος
- passenκάνω ρούχοκάνω ρούχο