„Κυριακή“: θηλυκό Κυριακή [kjirjaˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Sonntag Sonntagαρσενικό | Maskulinum, männlich m Κυριακή Κυριακή Beispiele την Κυριακή am Sonntag την Κυριακή κάθε Κυριακή sonntags κάθε Κυριακή Κυριακή αργίαθηλυκό | Femininum, weiblich f Sonntagsruheθηλυκό | Femininum, weiblich f Κυριακή αργίαθηλυκό | Femininum, weiblich f Κυριακή της Πεντηκοστής Pfingstsonntagαρσενικό | Maskulinum, männlich m Κυριακή της Πεντηκοστής Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen