πέφτω
[ˈpefto]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -μένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- fallenπέφτω πέφτωπέφτω πέφτω
- πέφτω πέφτω κάτω
- sich stürzen (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)πέφτω ρίχνομαιπέφτω ρίχνομαι
- stoßen (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)πέφτω συναντώ τυχαίαπέφτω συναντώ τυχαία
- stoßen (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)πέφτω ανακαλύπτω τυχαίαπέφτω ανακαλύπτω τυχαία
- einstürzenπέφτω καταρρέωπέφτω καταρρέω
- entfallen, entsprechenπέφτω αναλογώπέφτω αναλογώ
- sinkenπέφτω τιμές, αξίαπέφτω τιμές, αξία
- fallenπέφτω στο μέτωποπέφτω στο μέτωπο
- ausfallenπέφτω μαλλιάπέφτω μαλλιά
- sitzenπέφτω ρούχοπέφτω ρούχο
- abgehenπέφτω κουμπίπέφτω κουμπί
- einschlagenπέφτω κεραυνόςπέφτω κεραυνός
- abstürzenπέφτω αεροπλάνο, ορειβάτηςπέφτω αεροπλάνο, ορειβάτης
- nachlassen, sich legenπέφτω άνεμοςπέφτω άνεμος
- hereinbrechenπέφτω νύχταπέφτω νύχτα
- krachenπέφτω χτυπώ, προσκρούωπέφτω χτυπώ, προσκρούω