abstürzen
intransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- πέφτω, συντρίβομαιabstürzen Flugzeugabstürzen Flugzeug
- πέφτω, γκρεμίζομαιabstürzen Bergsteigerabstürzen Bergsteiger
- abstürzen Felswand
- κολλώabstürzen Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTabstürzen Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT
- καταρρέωabstürzen Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTabstürzen Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT