„συντρίβομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα συντρίβομαι [sinˈdrivome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) abstürzen abstürzen συντρίβομαι αεροπλάνο συντρίβομαι αεροπλάνο