„μένω“: αμετάβατο ρήμα μένω [ˈmeno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <έμεινα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) bleiben, übrig bleiben, wohnen, sitzen bleiben bleiben μένω μένω übrig bleiben μένω απομένω μένω απομένω wohnen μένω κατοικώ, κ. σε ξενοδοχείο μένω κατοικώ, κ. σε ξενοδοχείο sitzen bleiben μένω στην ίδια τάξη μένω στην ίδια τάξη Beispiele πού μένεις; wo wohnst du? πού μένεις; δε μου μένει παρά να … es bleibt mir nichts anderes übrig, als … δε μου μένει παρά να … έχω μείνει! οικείο | umgangssprachlichοικ ich bin platt! έχω μείνει! οικείο | umgangssprachlichοικ μένω στη δεξιά πλευρά sich rechts halten μένω στη δεξιά πλευρά μένω έγκυος schwanger werden μένω έγκυος Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen