λαμβάνω
[lamˈvano]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <έλαβα; ελήφθην; ειλημμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- nehmenλαμβάνω παίρνω στα χέρια μουλαμβάνω παίρνω στα χέρια μου
- λαμβάνω γίνομαι ο αποδέκτης