„όλο“: επίρρημα όλο [ˈolo]επίρρημα | Adverb adv Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) dauernd, immer, stets dauernd, immer, stets όλο συνεχώς όλο συνεχώς Beispiele όλο μιλάει er/sie redet ständig όλο μιλάει όλο και περισσότερο immer mehr όλο και περισσότερο λέω όλο ψέματα lauter Lügen erzählen λέω όλο ψέματα όλο τα ίδια και τα ίδια! immer dasselbe! όλο τα ίδια και τα ίδια! Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen „όλο“: επίθετο, ως επίθετο όλο [ˈolo]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) ganz, nur, lauter ganz όλο ολόκληρος όλο ολόκληρος nur, lauter όλο χωρίς εξαίρεση όλο χωρίς εξαίρεση Beispiele όλο το σχολείο die ganze Schule όλο το σχολείο