φέρνω
[ˈferno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <έφερα; φέρθηκα; φερμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- bringen (κάτι σε κάποιον jemandem etwas)φέρνωmitbringen, herbringenφέρνωφέρνω
- bringenφέρνω οδηγώφέρνω οδηγώ
- bringen, einbringenφέρνω προκαλώφέρνω προκαλώ
- einbringenφέρνω αποδίδωφέρνω αποδίδω
- bescherenφέρνω επιτυχίαφέρνω επιτυχία
- bringenφέρνω γνωστοποιώφέρνω γνωστοποιώ
- holenφέρνω ιατρό, αστυνομίαφέρνω ιατρό, αστυνομία
Beispiele
- φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέσηjemanden in Bedrängnis bringen