υποβάλλω
[ipoˈvalo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-έβαλα; -οβλήθηκα; -οβλημένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- vorlegenυποβάλλω γραπτή πρόταση, δικαιολογητικάυποβάλλω γραπτή πρόταση, δικαιολογητικά
- unterbreitenυποβάλλω πρόταση, ιδέαυποβάλλω πρόταση, ιδέα
- stellenυποβάλλω αίτησηυποβάλλω αίτηση
- einreichenυποβάλλω μήνυσηυποβάλλω μήνυση
- erstattenυποβάλλω αναφοράυποβάλλω αναφορά
- suggerierenυποβάλλω εμπνέωυποβάλλω εμπνέω
- soufflierenυποβάλλω θέατρο | Theaterθεατυποβάλλω θέατρο | Theaterθεατ