„πρέπει“: απρόσωπο ρήμα | βοηθητικό ρήμα έγκλισης πρέπει [ˈprepi]απρόσωπο ρήμα | unpersönliches Verb v/unpers &βοηθητικό ρήμα έγκλισης | Modalverb v/mod <έπρεπε> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) müssen müssen πρέπει πρέπει Beispiele πρέπει να φύγω ich muss gehen πρέπει να φύγω πρέπει να τον πάρεις τηλέφωνο du sollst ihn anrufen πρέπει να τον πάρεις τηλέφωνο δεν πρέπει να της το πεις du darfst es ihr nicht sagen δεν πρέπει να της το πεις όπως πρέπει wie es sich gehört όπως πρέπει Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen