οδηγώ
[oðiˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- οδηγώ όχημα
- (hin)führenοδηγώ δείχνω το δρόμοοδηγώ δείχνω το δρόμο
- führenοδηγώ υποδεικνύωοδηγώ υποδεικνύω
- anführenοδηγώ έχω την αρχηγίαοδηγώ έχω την αρχηγία
- führen (σε zu)οδηγώ χρησιμεύω στην καθοδήγησηοδηγώ χρησιμεύω στην καθοδήγηση
- veranlassen, bewegen (σε zu)οδηγώ παρακινώοδηγώ παρακινώ
οδηγώ
[oðiˈɣo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)