διεξάγω
[ðieˈksaɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- durchführenδιεξάγω διαπραγματεύσεις, δίκη, έρευναδιεξάγω διαπραγματεύσεις, δίκη, έρευνα
- austragenδιεξάγω αγώνα, παιχνίδιδιεξάγω αγώνα, παιχνίδι
- abhaltenδιεξάγω συνάντησηδιεξάγω συνάντηση