έρευνα
[ˈerevna]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Durchsuchungθηλυκό | Femininum, weiblich fέρευνα ψάξιμοέρευνα ψάξιμο
- Untersuchungθηλυκό | Femininum, weiblich fέρευνα μελέτηForschungθηλυκό | Femininum, weiblich fέρευνα μελέτηέρευνα μελέτη
- Nachforschungθηλυκό | Femininum, weiblich fέρευνα επιμελής εξέτασηErmittlungθηλυκό | Femininum, weiblich fέρευνα επιμελής εξέτασηέρευνα επιμελής εξέταση
- Ermittlungenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplέρευνα αστυνομικήέρευνα αστυνομική
- Umfrageθηλυκό | Femininum, weiblich fέρευνα δημοσκοπικήέρευνα δημοσκοπική
Beispiele
- σωματική έρευναLeibesvisitationθηλυκό | Femininum, weiblich f
- έρευνα αγοράςMarktforschungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- έρευνα απόψεωνMeinungsforschungθηλυκό | Femininum, weiblich f
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen