διάλειμμα
[ðiˈalima, ˈðjalima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Pauseθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάλειμμα κ. στο θέατροδιάλειμμα κ. στο θέατρο
Beispiele
-
- διάλειμμα για διαφημίσεις τηλεόραση | FernsehenτηλWerbeblockαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen