όταν
[ˈotan]σύνδεσμος | Konjunktion, Bindewort konjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- wennόταν μελλοντικό, ενεστωτικόόταν μελλοντικό, ενεστωτικό
- alsόταν παρελθοντικόόταν παρελθοντικό
Beispiele
- όταν έρθειςwenn du kommst
- όταν τρώμεwenn wir essen
- όταν φύγανεals sie gingen