χαμηλώνω
[xamiˈlono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -μένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- niedriger machenχαμηλώνω τοίχοχαμηλώνω τοίχο
- senkenχαμηλώνω τιμή, βλέμμαχαμηλώνω τιμή, βλέμμα
- herunterlassenχαμηλώνω παντζούριαχαμηλώνω παντζούρια
- leiser stellenχαμηλώνω ραδιόφωνο, τηλεόρασηχαμηλώνω ραδιόφωνο, τηλεόραση
- drehenχαμηλώνω ή | oderodχαμηλώνω ή | oderod
- dämpfenχαμηλώνω φωνήχαμηλώνω φωνή
χαμηλώνω
[xamiˈlono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -μένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- weniger werden, nachlassenχαμηλώνω ελαττώνομαιχαμηλώνω ελαττώνομαι
- sinkenχαμηλώνω τιμές, θερμοκρασίαχαμηλώνω τιμές, θερμοκρασία