„χάνω“: μεταβατικό ρήμα χάνω [ˈxano]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) verlieren, verpassen, versäumen, verlieren, einbüßen vergeuden verlieren χάνω βήμα, ισορροπία, έλεγχο, δουλειά, δικαιώματα χάνω βήμα, ισορροπία, έλεγχο, δουλειά, δικαιώματα verpassen, versäumen χάνω ευκαιρία, τρένο, μια απόλαυση χάνω ευκαιρία, τρένο, μια απόλαυση verlieren, einbüßen χάνω το φως μου, πόδι, χέρι χάνω το φως μου, πόδι, χέρι vergeuden χάνω χρόνο, νιάτα χάνω χρόνο, νιάτα Beispiele χάνω την υπομονή μου die Geduld verlieren χάνω την υπομονή μου τα χάνω οικείο | umgangssprachlichοικ die Fassung verlieren τα χάνω οικείο | umgangssprachlichοικ χάνω το δρόμο sich verlaufen χάνω το δρόμο χάνω το δρόμο sich verfahren χάνω το δρόμο τα έχεις χάσει τελείως; οικείο | umgangssprachlichοικ bist du von allen guten Geistern verlassen? τα έχεις χάσει τελείως; οικείο | umgangssprachlichοικ δεν έχασε την ψυχραιμία του με τις ερωτήσεις τους er ließ sich von ihren Fragen nicht aus dem Gleichgewicht bringen δεν έχασε την ψυχραιμία του με τις ερωτήσεις τους Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen „χάνω“: αμετάβατο ρήμα χάνω [ˈxano]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -θηκα; -μένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) verlieren verlieren χάνω νικιέμαι στον πόλεμο, στο σκάκι χάνω νικιέμαι στον πόλεμο, στο σκάκι