φύση
[ˈfisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Naturθηλυκό | Femininum, weiblich fφύση φυσφύση φυσ
- Naturθηλυκό | Femininum, weiblich fφύση ιδιοσυγκρασίαWesenουδέτερο | Neutrum, sächlich nφύση ιδιοσυγκρασίαWesensartθηλυκό | Femininum, weiblich fφύση ιδιοσυγκρασίαCharakterαρσενικό | Maskulinum, männlich mφύση ιδιοσυγκρασίαφύση ιδιοσυγκρασία