Griechisch-Deutsch Übersetzung für "φωτογραφία"

"φωτογραφία" Deutsch Übersetzung

φωτογραφία
[fotoɣraˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Übersicht aller Übersetzungen

(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)

  • Fotografieθηλυκό | Femininum, weiblich f
    φωτογραφία τέχνη
    φωτογραφία τέχνη
  • Fotografieθηλυκό | Femininum, weiblich f
    φωτογραφία εικόνα
    Fotoουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    φωτογραφία εικόνα
    φωτογραφία εικόνα
  • Abbildungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    φωτογραφία περιοδικού
    Bildουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    φωτογραφία περιοδικού
    φωτογραφία περιοδικού
  • Lichtbildουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    φωτογραφία διαβατηρίου
    φωτογραφία διαβατηρίου
Beispiele
  • βγάζω ή τραβώ φωτογραφίες
    βγάζω ή τραβώ φωτογραφίες
  • φωτογραφία αναζήτησης
    Fahndungsfotoουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    φωτογραφία αναζήτησης
  • φωτογραφία αρχείου
    Archivbildουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    φωτογραφία αρχείου
  • Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen
γυμνή φωτογραφίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Nacktfotoουδέτερο | Neutrum, sächlich n
γυμνή φωτογραφίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
ασπρόμαυρη φωτογραφίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Schwarz-Weiß-Fotoουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ασπρόμαυρη φωτογραφίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
ψηφιακή φωτογραφίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Digitalfotoουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ψηφιακή φωτογραφίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
φωτογραφίαθηλυκό | Femininum, weiblich f διαβατηρίου
Passbildουδέτερο | Neutrum, sächlich n
φωτογραφίαθηλυκό | Femininum, weiblich f διαβατηρίου
οικογενειακή φωτογραφίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Familienfotoουδέτερο | Neutrum, sächlich n
οικογενειακή φωτογραφίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
παιδική φωτογραφίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Kinderbildουδέτερο | Neutrum, sächlich n
παιδική φωτογραφίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
αναμνηστική φωτογραφίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Erinnerungsfotoουδέτερο | Neutrum, sächlich n
αναμνηστική φωτογραφίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
έγχρωμη φωτογραφίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Farbaufnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich f
έγχρωμη φωτογραφίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
ομαδική φωτογραφίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Gruppenbildουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ομαδική φωτογραφίαθηλυκό | Femininum, weiblich f

Sagen Sie uns Ihre Meinung!

Wie gefällt Ihnen das Online Wörterbuch?

Vielen Dank für Ihre Bewertung!

Sie haben Feedback zu unseren Online Wörterbüchern?

Fehlt eine Übersetzung, ist Ihnen ein Fehler aufgefallen oder wollen Sie uns einfach mal loben? Füllen Sie bitte das Feedback-Formular aus. Die Angabe der E-Mail-Adresse ist optional und dient gemäß unserem Datenschutz nur zur Beantwortung Ihrer Anfrage.

Bitte bestätigen Sie, dass Sie ein Mensch sind, indem Sie ein Häkchen setzen.*

*Pflichtfeld

Bitte füllen Sie die gekennzeichneten Felder aus.

Vielen Dank für Ihr Feedback!

Besuchen Sie uns auf: