„φυσώ“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα φυσώ [fiˈso]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ηξα/-ησα; -ήχηκα; -ημένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) blasen, anblasen, pusten, schnauben, wehen blasen, anblasen, pusten φυσώ φυσώ schnauben φυσώ ξεφυσώ φυσώ ξεφυσώ wehen φυσώ άνεμος φυσώ άνεμος Beispiele φυσώ τη μύτη μου sich die Nase putzen φυσώ τη μύτη μου