φυλάσσομαι
[fiˈlasome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- bewacht werden, überwacht werdenφυλάσσομαι φρουρούμαιφυλάσσομαι φρουρούμαι
- sich vorsehen (από vor+δοτική | +Dativ +dat)φυλάσσομαι προστατεύω τον εαυτό μουφυλάσσομαι προστατεύω τον εαυτό μου
- vorsichtig sein, auf der Hut seinφυλάσσομαι προσέχωφυλάσσομαι προσέχω
- lagernφυλάσσομαι κρασίφυλάσσομαι κρασί