τυφλώνω
[tiˈflono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- das Augenlicht nehmen (κάποιον jemandem)τυφλώνω καθιστώ τυφλότυφλώνω καθιστώ τυφλό
- blendenτυφλώνω εμποδίζω να δειτυφλώνω εμποδίζω να δει
- verblendenτυφλώνω μίσος, πάθος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφτυφλώνω μίσος, πάθος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ