„τσιγάρο“: ουδέτερο τσιγάρο [tsiˈɣaro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Zigarette Zigaretteθηλυκό | Femininum, weiblich f τσιγάρο τσιγάρο Beispiele τσιγάρο με φίλτρο, τσιγάρο φίλτρου Filterzigaretteθηλυκό | Femininum, weiblich f τσιγάρο με φίλτρο, τσιγάρο φίλτρου οικείο | umgangssprachlichοικ κάνω (ένα) τσιγάρο eine rauchen οικείο | umgangssprachlichοικ κάνω (ένα) τσιγάρο