τήρηση
[ˈtirisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Einhaltungθηλυκό | Femininum, weiblich fτήρηση κανόνων, συμφωνίαςτήρηση κανόνων, συμφωνίας
- Haltenουδέτερο | Neutrum, sächlich nτήρηση υποσχέσεως, λόγουτήρηση υποσχέσεως, λόγου
- Bewahrungθηλυκό | Femininum, weiblich fτήρηση συνηθειώντήρηση συνηθειών
- Befolgungθηλυκό | Femininum, weiblich fτήρηση εντολήςτήρηση εντολής
- Aufrechterhaltungθηλυκό | Femininum, weiblich fτήρηση της τάξεωςτήρηση της τάξεως
Beispiele
- τήρηση βιβλίωνBuchführungθηλυκό | Femininum, weiblich f