συντομευμένος
[sindomevˈmenos], συντομευμένη, συντομευμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- gekürztσυντομευμένοςσυντομευμένος
Vielen Dank für Ihr Feedback!