Griechisch-Deutsch Übersetzung für "έκδοση"

"έκδοση" Deutsch Übersetzung

έκδοση
[ˈekðosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Übersicht aller Übersetzungen

(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)

  • Herausgabeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    έκδοση δημοσίευση
    έκδοση δημοσίευση
  • Ausgabeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    έκδοση ορισμένης ημερομηνίας
    έκδοση ορισμένης ημερομηνίας
  • Ausstellungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    έκδοση διαβατηρίου, επιταγής
    έκδοση διαβατηρίου, επιταγής
  • Auslieferungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    έκδοση κρατουμένου
    έκδοση κρατουμένου
  • Versionθηλυκό | Femininum, weiblich f
    έκδοση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
    έκδοση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
Beispiele
χαρτόδετη έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Taschenbuchausgabeθηλυκό | Femininum, weiblich f
χαρτόδετη έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
πλήρης έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Vollversionθηλυκό | Femininum, weiblich f
πλήρης έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
νέα έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Neuverfilmungθηλυκό | Femininum, weiblich f
νέα έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
πρώτη έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Erstauflageθηλυκό | Femininum, weiblich f
Erstausgabeθηλυκό | Femininum, weiblich f
πρώτη έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
απερίκοπη έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
ungekürzte Fassungθηλυκό | Femininum, weiblich f
απερίκοπη έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
πολυτελής έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Luxusausgabeθηλυκό | Femininum, weiblich f
πολυτελής έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
προηγούμενη έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Vorgängerversionθηλυκό | Femininum, weiblich f
προηγούμενη έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
πρωινή έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Morgenausgabeθηλυκό | Femininum, weiblich f
πρωινή έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
συντομευμένη έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Kurzfassungθηλυκό | Femininum, weiblich f
συντομευμένη έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
έκτακτη έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Sonderausgabeθηλυκό | Femininum, weiblich f
έκτακτη έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
ειδική έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Sondermarkeθηλυκό | Femininum, weiblich f
ειδική έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
ειδική έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Extraausgabeθηλυκό | Femininum, weiblich f
ειδική έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
ξεχωριστή έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Einzelausgabeθηλυκό | Femininum, weiblich f
ξεχωριστή έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
αναθεωρημένη έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
überarbeitete Fassungθηλυκό | Femininum, weiblich f
Überarbeitungθηλυκό | Femininum, weiblich f
Neubearbeitungθηλυκό | Femininum, weiblich f
αναθεωρημένη έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
νέα έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Neuerscheinungθηλυκό | Femininum, weiblich f
νέα έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f

Sagen Sie uns Ihre Meinung!

Wie gefällt Ihnen das Online Wörterbuch?

Vielen Dank für Ihre Bewertung!

Sie haben Feedback zu unseren Online Wörterbüchern?

Fehlt eine Übersetzung, ist Ihnen ein Fehler aufgefallen oder wollen Sie uns einfach mal loben? Füllen Sie bitte das Feedback-Formular aus. Die Angabe der E-Mail-Adresse ist optional und dient gemäß unserem Datenschutz nur zur Beantwortung Ihrer Anfrage.

Bitte bestätigen Sie, dass Sie ein Mensch sind, indem Sie ein Häkchen setzen.*

*Pflichtfeld

Bitte füllen Sie die gekennzeichneten Felder aus.

Vielen Dank für Ihr Feedback!

Besuchen Sie uns auf: