στήνω
[ˈstino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- aufstellenστήνω βάζω όρθιοστήνω βάζω όρθιο
- errichtenστήνω μνημείοστήνω μνημείο
- montierenστήνω έπιπλοστήνω έπιπλο
- aufschlagenστήνω σκηνήστήνω σκηνή
- stellenστήνω παγίδαστήνω παγίδα
- στήνω κάνω κάποιον να περιμένει οικείο | umgangssprachlichοικ