„σκατά“: πληθυντικός ουδετέρου σκατά [skaˈta]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl χυδαία | vulgärχυδ Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Scheiße Scheißeθηλυκό | Femininum, weiblich f σκατά σκατά Beispiele σκατά! Scheiße! σκατά! τα κάνω σκατά Mist bauen τα κάνω σκατά