σηκώνω
[siˈkono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- σηκώνω ανεβάζω
- aufhebenσηκώνω από το έδαφοςσηκώνω από το έδαφος
- erhebenσηκώνω κ. χέρισηκώνω κ. χέρι
- weckenσηκώνω ξυπνώσηκώνω ξυπνώ
- σηκώνω τιμές
- stemmenσηκώνω βάροςσηκώνω βάρος
- umkrempelnσηκώνω μανίκιασηκώνω μανίκια
- abdeckenσηκώνω τραπέζισηκώνω τραπέζι
- abhebenσηκώνω χρήματασηκώνω χρήματα
- abnehmenσηκώνω ακουστικόσηκώνω ακουστικό
- vertragenσηκώνω αλκοόλσηκώνω αλκοόλ
- σηκώνω τραπέζι
- bekommenσηκώνω κλίμασηκώνω κλίμα
- zuckenσηκώνω ώμουςσηκώνω ώμους
- lichtenσηκώνω άγκυρασηκώνω άγκυρα