„σαπίζω“: μεταβατικό ρήμα σαπίζω [saˈpizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -σμένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) zersetzen zersetzen σαπίζω προκαλώ αποσύνθεση σαπίζω προκαλώ αποσύνθεση „σαπίζω“: αμετάβατο ρήμα σαπίζω [saˈpizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -σμένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) sich zersetzen, verfaulen, morsch werden, verrotten sich zersetzen σαπίζω αποσυντίθεμαι σαπίζω αποσυντίθεμαι verfaulen σαπίζω γίνομαι σάπιος σαπίζω γίνομαι σάπιος morsch werden σαπίζω ξύλο σαπίζω ξύλο verrotten σαπίζω άνθρωπος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ σαπίζω άνθρωπος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ