πρόβα
[ˈprova]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Anprobeθηλυκό | Femininum, weiblich fπρόβα ρούχουπρόβα ρούχου
- Probeθηλυκό | Femininum, weiblich fπρόβα θέατρο | Theaterθεατ μουσπρόβα θέατρο | Theaterθεατ μουσ
Beispiele
- κάνω πρόβα
- πρόβα κοστουμιού θέατρο | TheaterθεατKostümprobeθηλυκό | Femininum, weiblich f