„προφυλάσσομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα προφυλάσσομαι [profiˈlasome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) sich schützen, sich in Acht nehmen, sich schonen, verhüten sich schützen προφυλάσσομαι προστατεύομαι προφυλάσσομαι προστατεύομαι sich in Acht nehmen (από vor+δοτική | +Dativ +dat) προφυλάσσομαι προσέχω προφυλάσσομαι προσέχω sich schonen προφυλάσσομαι μετά από ασθένεια προφυλάσσομαι μετά από ασθένεια verhüten προφυλάσσομαι από την εγκυμοσύνη προφυλάσσομαι από την εγκυμοσύνη