παρασύρω
[paraˈsiro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- παρασύρω για όχημα, ποταμό, πάθος
- fortreißenπαρασύρω μακριάπαρασύρω μακριά
- überfahrenπαρασύρω πεζό με όχημαπαρασύρω πεζό με όχημα
- παρασύρω ξεμυαλίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ