ξεκαθαρίζω
[ksekaθaˈrizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -στηκα; -σμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- sich aufklärenξεκαθαρίζω ουρανόςξεκαθαρίζω ουρανός
- sich (auf)klärenξεκαθαρίζω διευκρινίζομαιξεκαθαρίζω διευκρινίζομαι
ξεκαθαρίζω
[ksekaθaˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- ξεκαθαρίζω ξεχωρίζω
- ins Reine bringen, (auf)klärenξεκαθαρίζω παρεξήγηση, αντίφασηξεκαθαρίζω παρεξήγηση, αντίφαση
- bereinigen, beilegenξεκαθαρίζω διευθετώξεκαθαρίζω διευθετώ