ξαγρυπνώ
[ksaɣripˈno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα; -ημένος/-ισμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- wach bleiben, aufbleibenξαγρυπνώ δεν πάω για ύπνοξαγρυπνώ δεν πάω για ύπνο
- ξαγρυπνώ δεν μπορώ να κοιμηθώ
- durchwachenξαγρυπνώ δίπλα σε κάποιονξαγρυπνώ δίπλα σε κάποιον