νιώθω
[ˈɲoθo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- νιώθω αντιλαμβάνομαι μέσω των αισθήσεων
- νιώθω δοκιμάζω ένα συναίσθημα
- sich fühlenνιώθω βρίσκομαι σε μια ψυχική κατάστασηνιώθω βρίσκομαι σε μια ψυχική κατάσταση
- νιώθω έχω επίγνωση
- mitfühlen, nachempfindenνιώθω συμπονώνιώθω συμπονώ
- νιώθω έχω προαίσθηση