ναυτία
[nafˈtia]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Seekrankheitθηλυκό | Femininum, weiblich fναυτία στο πλοίοναυτία στο πλοίο
- Reisekrankheitθηλυκό | Femininum, weiblich fναυτία στο τρένο κτλναυτία στο τρένο κτλ
- Übelkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fναυτία αναγούλαναυτία αναγούλα