μολυσματικός
[molizmatiˈkos], μολυσματική, μολυσματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- infektiösμολυσματικόςμολυσματικός
Beispiele
- μολυσματική ασθένειαθηλυκό | Femininum, weiblich fInfektionskrankheitθηλυκό | Femininum, weiblich f