ασθένεια
[asˈtenia]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Krankheitθηλυκό | Femininum, weiblich fασθένειαασθένεια
Beispiele
- ασθένεια του αίματοςBlutkrankheitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ασθένεια των πνευμόνωνLungenkrankheitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ασθένεια των τρελών αγελάδωνRinderwahn(sinn)αρσενικό | Maskulinum, männlich m