μεζές
[meˈzes]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-έδες>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Appetithappenαρσενικό | Maskulinum, männlich mμεζές λειχουδιάμεζές λειχουδιά
- Vorspeiseθηλυκό | Femininum, weiblich fμεζές ως ορεκτικόμεζές ως ορεκτικό
- Imbissαρσενικό | Maskulinum, männlich mμεζές μικρή ποσότητα φαγητούμεζές μικρή ποσότητα φαγητού
- Häppchenπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplμεζές πληθυντικός | Pluralpl ορεκτικάVorspeisentellerαρσενικό | Maskulinum, männlich mμεζές πληθυντικός | Pluralpl ορεκτικάμεζές πληθυντικός | Pluralpl ορεκτικά