κόβω
[ˈkovo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- schneidenκόβω με μαχαίρι, ψαλίδικόβω με μαχαίρι, ψαλίδι
- abschneidenκόβω μαλλιάκόβω μαλλιά
- aufschneidenκόβω σε κομμάτια, σε φέτεςκόβω σε κομμάτια, σε φέτες
- ausschneidenκόβω κομμάτια από ύφασμα, χαρτίκόβω κομμάτια από ύφασμα, χαρτί
- zuschneidenκόβω ύφασμα για να ράψω κάτικόβω ύφασμα για να ράψω κάτι
- abbrechenκόβω σπάζωκόβω σπάζω
- unterbrechenκόβω διακόπτωκόβω διακόπτω
- beschneidenκόβω μισθό, επίδομακόβω μισθό, επίδομα
- pflückenκόβω λουλούδιακόβω λουλούδια
- κόβω συνήθεια
- abbrechenκόβω επαφή, σχέσηκόβω επαφή, σχέση
- prägenκόβω νομίσματακόβω νομίσματα
- abstellenκόβω ρεύμα, νερόκόβω ρεύμα, νερό
- sperrenκόβω ρεύμα, τηλέφωνοκόβω ρεύμα, τηλέφωνο
- abhebenκόβω τράπουλακόβω τράπουλα
- abkürzenκόβω δρόμοκόβω δρόμο
- drückenκόβω παπούτσιακόβω παπούτσια
- zwickenκόβω στενό ρούχοκόβω στενό ρούχο
- fällenκόβω δέντροκόβω δέντρο
- abschlagenκόβω κλωνάρικόβω κλωνάρι
Beispiele
- κόβω το κάπνισμαsich das Rauchen abgewöhnen, das Rauchen aufgeben
κόβω
[ˈkovo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)