κρατιέμαι
[kraˈtjeme]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- sich festhalten (από an+δοτική | +Dativ +dat)κρατιέμαι για να μην πέσωκρατιέμαι για να μην πέσω
- sich beherrschenκρατιέμαι διατηρώ την ψυχραιμία μουκρατιέμαι διατηρώ την ψυχραιμία μου
- κρατιέμαι από υγεία