καλύπτω
[kaˈlipto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- καλύπτω σκεπάζω
- deckenκαλύπτω ανάγκες, έξοδα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατκαλύπτω ανάγκες, έξοδα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
- ausgleichenκαλύπτω απώλειακαλύπτω απώλεια
- zurücklegenκαλύπτω δρόμοκαλύπτω δρόμο
- aufholenκαλύπτω απόσταση, καθυστέρησηκαλύπτω απόσταση, καθυστέρηση