θεωρώ
[θeoˈro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- halten fürθεωρώ νομίζωθεωρώ νομίζω
- betrachten alsθεωρώ βλέπωθεωρώ βλέπω
- abstempeln (lassen)θεωρώ διαβατήριοθεωρώ διαβατήριο