„θέτω“: μεταβατικό ρήμα θέτω [ˈθeto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; τέθηκα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) stellen, setzen, legen stellen θέτω τοποθετώ θέτω τοποθετώ setzen θέτω κ. όριο θέτω κ. όριο legen θέτω θεμέλια θέτω θεμέλια Beispiele θέτω όρους Bedingungen stellen (σε κάποιον jemandem) θέτω όρους θέτω κάτι σε εφαρμογή etwas in die Tat umsetzen θέτω κάτι σε εφαρμογή θέτω σε κίνηση in Bewegung setzen θέτω σε κίνηση