θέληση
[ˈθelisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Willeαρσενικό | Maskulinum, männlich m (για zu)θέληση βούλησηθέληση βούληση
- Wunschαρσενικό | Maskulinum, männlich mθέληση επιθυμίαθέληση επιθυμία
- Bereitschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fθέληση προθυμίαθέληση προθυμία
Beispiele
- θέληση για ζωήLebenswilleαρσενικό | Maskulinum, männlich m