εργατικός
[erɣatiˈkos], εργατική, εργατικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
Beispiele
- εργατικά έξοδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplArbeitskostenπληθυντικός | Plural pl
- εργατική τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich fArbeiterklasseθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen