τάξη
[ˈtaksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Ordnungθηλυκό | Femininum, weiblich fτάξη το αντίθετο της αταξίας, σύστηματάξη το αντίθετο της αταξίας, σύστημα
- Reihenfolgeθηλυκό | Femininum, weiblich fτάξη σειράτάξη σειρά
- Klasseθηλυκό | Femininum, weiblich fτάξη σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ σχολείου, φορολογικήτάξη σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ σχολείου, φορολογική
- Standαρσενικό | Maskulinum, männlich mτάξη κοινωνικήτάξη κοινωνική
- Rangαρσενικό | Maskulinum, männlich mτάξη στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ σε ιεραρχίατάξη στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ σε ιεραρχία
Beispiele
- κοινωνική τάξηsoziale Schichtθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πρώτης τάξεως
- τάξη αποφοίτησηςAbschlussklasseθηλυκό | Femininum, weiblich f